δουλειά

δουλειά
η
1) работа (в разн. знач ); труд; дело;

παστρική δουλειά (тж. ирон. ) — чистая работа;

έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;

είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;

πιάνω δουλειά — поступить на работу;

απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;

δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;

σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;

δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;

ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;

αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;

καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;

εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;

είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;

τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;

πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;

τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;

τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;

2) дела, состояние дел;

πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;

δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;

η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;

3) хлопоты, заботы, беспокойство;

αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;

θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с ...;

4) дело, предмет заботы;

αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;

κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;

αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;

είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;

§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;

λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;

δουλειές με φούντες — гиблое дело;

βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;

εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;

χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;

ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;

τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;

η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "δουλειά" в других словарях:

  • δουλεία — δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δούλειος slavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc/acc dual δουλείᾱ , δουλεία slavery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείᾳ — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • δουλειά — η 1. εργασία: Δεν ήρθα να σε δω γιατί είχα δουλειά. 2. επάγγελμα: Βρήκε δουλειά σε τράπεζα. 3. ζημιά, μπελάς: Η ασυνέπειά σου μας άνοιξε δουλειές. 4. φρ., «δουλειές του ποδαριού», προχειροδουλειές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δουλεία — η η κατάσταση του δούλου, η σκλαβιά, η υποτέλεια: Παλιότερα οι νέγροι στην Αμερική ζούσαν κάτω από το ζυγό της δουλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δούλεια — δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl δούλειος slavish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείας — δουλείᾱς , δούλειος slavish fem acc pl δουλείᾱς , δούλειος slavish fem gen sg (attic doric aeolic) δουλείᾱς , δουλεία slavery fem acc pl δουλείᾱς , δουλεία slavery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαι — δουλείᾱͅ , δούλειος slavish fem dat sg (attic doric aeolic) δουλείᾱͅ , δουλεία slavery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλείαν — δουλείᾱν , δούλειος slavish fem acc sg (attic doric aeolic) δουλείᾱν , δουλεία slavery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλειῶν — δουλεία slavery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεῖαι — δουλεία slavery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»